θωράκιση — ἡ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θωρακίζω, η επένδυση με θώρακα, η εξόπλιση 2. συνεκδ. οι πλάκες τού θώρακα, ο θώρακας πλοίου, πυροβολείου, αυτοκινήτου η άλλων χώρων και οχημάτων 3. (ηλεκτρολ.) μέθοδος παρεμπόδισης τής διάδοσης ηλεκτρικών ή… … Dictionary of Greek
άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για … Dictionary of Greek
αεροπλανοφόρο — Πολεμικό πλοίο του οποίου οι εγκαταστάσεις επιτρέπουν την απογείωση, την προσγείωση, τον ανεφοδιασμό και τη μεταφορά αεροπλάνων, τα οποία απαλλάσσονται έτσι από τους περιορισμούς δράσης στους οποίους υπόκειται η αυτονομία τους. Πριν από τον Α’… … Dictionary of Greek
οστράκιο — (ostracion). Γένος ψαριών της οικογένειας των οστρακιονίδων. Τα είδη ο. το ρινοφόρο, ο. το τριγωνικό, και ο. το τετράκερο ζουν στη Μεσόγειο. Κανένα από αυτά τα είδη δεν ξεπερνάει σε μήκος τα 50 εκ. Το ο. ονομάζεται έτσι γιατί έχει σώμα σκεπασμένο … Dictionary of Greek
ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
εύδρομος — η, ο (ΑΜ εὔδρομος, ον) αυτός που τρέχει γρήγορα, ο ταχύς νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύδρομο τύπος πολεμικού πλοίου τής γραμμής, ταχύτερου τών βαρέων θωρηκτών μάχης αλλά με ασθενέστερη θωράκιση, καταδρομικό) μσν. αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί… … Dictionary of Greek
θωρακίζω — (ΑΜ θωρακίζω) [θώραξ] οπλίζω κάποιον με θώρακα, ενισχύω κάποιον με θώρακα νεοελλ. 1. επενδύω κάτι με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο αυτοκίνητο») 2. προστατεύω ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια… … Dictionary of Greek
μάνικα — η (Μ μάνικα) νεοελλ. υδροσωλήνας αντλιών από χοντρό ύφασμα, καουτσούκ ή πλαστικό, που χρησιμοποιείται για μετάγγιση ή εκτόξευση νερού μσν. σιδερένια θωράκιση για την προστασία τών βραχιόνων πολεμιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. manicae, arum «χειρίδες,… … Dictionary of Greek
ντρέντνωτ — το άκλ. τύπος θωρηκτού πλοίου μάχης με ισχυρή θωράκιση και βαριά πυροβόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dreadnought «ατρόμητος» < Dreadnought, ονομ. βρετανικού πολεμικού πλοίου, που ήταν το πρώτο στο είδος του] … Dictionary of Greek